ενιζάνω

ενιζάνω
ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω]
1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ' ἐνιζάνειν μυίας» — να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.)
2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω
3. και το μέσ. ενιζάνομαι με τις ίδιες σημασίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνιζάνω — ἐν ἱζάνω make to sit pres subj act 1st sg ἐν ἱζάνω make to sit pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίζησις — ἐνίζησις, η (Α) [ενιζάνω] η ενέργεια τού ενιζάνω, το κάθισμα (ως ενέργεια), η εγκατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ενίζημα — ἐνίζημα, το (Α) [ενιζάνω] το έπιπλο πάνω στο οποίο κάθεται κανείς, κάθισμα, εδώλιο, έδρα, θώκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”